- ἀκληρίας
- ἀκληρίᾱς , ἀκληρίαmisfortunefem acc plἀκληρίᾱς , ἀκληρίαmisfortunefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακληρία, η — και ακληριά η και ακλεριά, η η έλλειψη κληρονόμων, η ατεκνία: Εκτός από τη φτώχεια είχαν και τη στενοχώρια της ακληριάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)